- σύρραγμα
- σύρραγμα, ατος, τό,A conflict, μάχης cj. for σύγγραμμα in Plu.2.346e; cf. σύρρηγμα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύρραγμα — τὸ, Α [συρράσσω] σύγκρουση, συμπλοκή … Dictionary of Greek